ὄες

ὄες
ὄες· κώδια, Hsch. [full] ὄεσσι, [dialect] Ep. dat. pl. of ὄϊς, οἶς (q. v.). [full] ὀέσχαι· μηλωταί, βαῖται, ἤγουν δερμάτιναι, Id. [full] ὀέτεας παρὰ τοῖς βαρβάροις, ὁ καλλίθριξ, Id. (v. οἰέτεας, and cf. ἀετέα, αὐετῆ, ὐετής, Id.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”